- τρυφοκαλάσιρις
- τρῠφοκᾰλάσῑρις [pron. full] [λᾰ], ιος, ἡ,A a soft, costly woman's garment, Ar. Fr.320.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυφοκαλάσιρις — ίριδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) μαλακό και πολυτελές γυναικείο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + καλάσιρις «μικρός λινός χιτώνας τών Αιγυπτίων»] … Dictionary of Greek